- προδιαδιδωμι
- προδιαδίδωμιπρο-διαδίδωμιранее распространять
(τέν φήμην κατά τινος Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τέν φήμην κατά τινος Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προδιαδίδωμι — Α διαδίδω, κοινολογώ κάτι εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek